Η Γκανιότα στο στοίχημα

Πάμε να δούμε έναν από τους βασικούς όρους στο στοίχημα, τη γκανιότα και να αναλύσουμε τι είναι, πως υπολογίζεται και τι σημαίνει για τον παίκτη.

 

Τι είναι η Γκανιότα;

Ο όρος “γκανιότα” είναι συνυφασμένος με τα τυχερά παιχνίδια, αφού την συναντάμε σχεδόν σε κάθε είδος τζόγου που έχει “οργανωτή”. Στην ουσία, η γκανιότα είναι το πλεονέκτημα που έχει ο οργανωτής του κάθε παιχνιδιού απέναντι στους παίκτες.

Είναι ένα μαθηματικό ποσοστό που σε γενικές γραμμές διασφαλίζει ότι σε βάθος χρόνου ο διοργανωτής ενός τυχερού παιχνιδιού (στοιχηματική εταιρία, καζίνο κλπ) θα έχει κάποιο κέρδος.

Αυτό το ποσοστό μπορεί να μην είναι άμεσα εμφανές στον παίκτη αλλά δεν είναι και απαραίτητα κρυφό. Προκύπτει μέσα από τους όρους και τις αποδόσεις του κάθε παιχνιδιού.

Ένας έμπειρος παίκτης (έστω και σε γενικές γραμμές) μπορεί εύκολα να καταλάβει, χωρίς καν να προβεί σε υπολογισμούς, το μέγεθος της γκανιότας που έχει να αντιμετωπίσει σε κάθε παιχνίδι. Δεν μιλάμε για το ακριβές ποσοστιαίο νούμερο, αλλά για μια γενική εκτίμηση για το εύρος.

 

Το παράδειγμα με τη ρουλέτα

Για παράδειγμα στην ρουλέτα με τα 37 νούμερα, παίζοντας μαύρο / κόκκινο, θα πληρωθείς απόδοση 2,00 αν επιλέξεις σωστά αλλά θα χάσεις (ότι κι από τα δύο να έχεις ποντάρει) αν η μπίλια “κάτσει” στο μηδέν που δεν έχει “χρώμα”.

Αυτό είναι και το πλεονέκτημα του καζίνο. Θεωρητικά, αν παίξεις 37 φορές μαύρο / κόκκινο και η ρουλέτα φέρει από μια φορά τον κάθε αριθμό (άρα χωρίς να είσαι ούτε τυχερός αλλά ούτε και άτυχος) θα έχεις συνολικά παίξει 37 μίζες και θα έχεις επιστροφή 36.

Ποντάροντας για παράδειγμα στο κόκκινο, θα κερδίσεις 18 φορές που θα έρθει κόκκινο (και θα τις πληρωθείς επί 2) θα χάσεις τις 18 που θα έρθει μαύρο αλλά και την μία που θα έρθει το μηδέν.

Κάθε 37 πονταρίσματα δηλαδή, θα χάνεις μια μίζα. Αυτό δεν φαντάζει απαγορευτικό, ως προς τις πιθανότητες σου να κερδίσεις σε μια βραδιά, αλλά σε βάθος χρόνου είναι ένα πλεονέκτημα που εξασφαλίζει το κέρδος του καζίνο.

 

Η Γκανιότα στο στοίχημα

Οι στοιχηματικές εταιρίες δεν είναι φιλανθρωπικά ιδρύματα. Το στοίχημα βέβαια είναι από τα λίγα τυχερά παιχνίδια που “νικιούνται”, γι αυτό και έχει επαγγελματίες παίκτες.

Όμως για κάθε έναν παίκτη, που σε βάθος χρόνου μπορεί να κερδίζει ένα μικρό ποσοστό του τζίρου που κάνει, αντιστοιχούν εκατό άλλοι που χάνουν.

Σε βάθος χρόνου και συνολικά, το παιχνίδι είναι σχεδιασμένο ώστε η εταιρία να έχει σχεδόν εξασφαλισμένο ένα ποσοστό κέρδους.

Η γκανιότα στο στοίχημα είναι το βασικό όπλο των εταιριών έναντι των παικτών. Στην ουσία είναι το ποσοστό κέρδους που εξασφαλίζει η στοιχηματική μέσω των αποδόσεων που προσφέρει.

Ποτέ οι προσφερόμενες αποδόσεις δεν “φωτογραφίζουν” επακριβώς τις πραγματικές (ως “πραγματικές” εννοούμε αυτές που έχουν υπολογίσει οι εταιρίες) πιθανότητες ενός γεγονότος.

Αν γίνονταν αυτό, η εταιρία δεν θα είχε λόγο ύπαρξης. Με την συνδρομή της γκανιότας, η εταιρία “κόβει” λίγο από την κάθε απόδοση, προκειμένου να γυρίσει τους όρους του παιχνιδιού υπέρ της και να έχει περίπου εξασφαλισμένο ένα μακροπρόθεσμο κέρδος.

Παράδειγμα

Ας δούμε όμως ένα παράδειγμα προκειμένου να καταλάβουμε καλύτερα τον τρόπο που επιδρά η γκανιότα στα σετ των αποδόσεων.

Εστω μια αγορά με δύο ενδεχόμενα, όπως τα Under / Over τέρματα στο ποδόσφαιρο και ένα υποθετικό παιχνίδι όπου οι πιθανότητες για Under / Over είναι ακριβώς στο 50% / 50%.

Αν η εταιρία δεν είχε γκανιότα, θα έπρεπε να βγει με αποδόσεις 2,00 – 2,00. Αυτό θα ήταν το “δίκαιο”.

Αντ’ αυτού, σε ένα τέτοιο ισορροπημένο γεγονός, μπορούμε να δούμε (ανάλογα με την εταιρία, το άθλημα και την διοργάνωση) ένα σετ τύπου 1,83 – 1,83 ή 1,91 – 1,91 ή ακόμα και 1,95 – 1,95. Το “κόψιμο” της κάθε απόδοσης, προκύπτει από την γκανιότα.

Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε πως η γκανιότα είναι κάτι σαν μια εισφορά που πληρώνει κάθε παίκτης, προκειμένου να συμμετέχει στο παιχνίδι.

Αποτελεί ασπίδα προστασίας για τις στοιχηματικές και εμπόδιο για την μακροχρόνια κερδοφορία του παίκτη, που καλείται να βρει αγορές με όσο το δυνατόν καλύτερα σετ αποδόσεων προκειμένου να μειώσει το μειονέκτημα του.

 

Πως υπολογίζεται η γκανιότα στο στοίχημα

Ένας έμπειρος παίκτης μπορεί, έστω και στο περίπου, να υπολογίσει αν μια εταιρία παίζει με υψηλή ή με χαμηλή γκανιότα.

Συνηθισμένος να μελετάει σετ αποδόσεων, είναι σε θέση να αναγνωρίσει, με μια γρήγορη ματιά, το εύρος της κάθε γκανιότας.

Προκειμένου να φτάσεις εκεί όμως, θέλει εξάσκηση και ένας τρόπος για την κάνεις είναι χρησιμοποιήσεις τον μαθηματικό τύπου υπολογισμού της γκανιότας, ώστε να βρίσκεις με ακρίβεια σε ποιό ποσοστό αντιστοιχεί στο κάθε σετ.

Ο πιο διαδεδομένος μαθηματικός τύπος υπολογισμού γκανιότας είναι ο εξής:

Γκανιότα = 1/απόδοση του άσου + 1/απόδοση της ισοπαλίας + 1/απόδοση του διπλού

Στην συνέχεια πολλαπλασιάζεις το εξαγόμενο αποτέλεσμα με το 100 και έχεις το ποσοστό γκανιότας του συγκεκριμένου σετ.

Παραδείγματα

Έστω μια υποθετική ποδοσφαιρική αναμέτρηση όπου ο άσος προσφέρεται στο 2,30. η ισοπαλία στο 3,45 και το διπλό στο 3,10.

Τοποθετώντας αυτές τις τιμές στον μαθηματικό τύπο έχουμε:

1 / 2,30 + 1 / 3,45 + 1 / 3,10 χ 100 = 1,046 χ 100 = 104,6.

Σε αυτό το παράδειγμα χρησιμοποιήσαμε αποδόσεις από αγώνα Γιουρόπα Λιγκ την ημέρα διεξαγωγής του. Ένα πολύ δημοφιλές γεγονός, όπου οι εταιρίες για να κερδίσουν τον ανταγωνισμό κατεβάζουν την γκανιότα τους σε χαμηλά επίπεδα, εξού και το 4,6%.

Αν από την ίδια εταιρία αλιεύσουμε ένα σετ αποδόσεων από κάποιο μη δημοφιλές γεγονός και μάλιστα κάποιες μέρες πριν από την διεξαγωγή της αναμέτρησης, η εικόνα διαφοροποιείται ριζικά.

Έτσι πάμε σε αγώνα της 1ης κατηγορίας στην Αλγερία, που θα διεξαχθεί σε τρεις μέρες και βλέπουμε το σετ 1,50 / 3,75 / 6,50. Τοποθετούμε τις τιμές στον μαθηματικό τύπο και έχουμε:

1 / 1,50 + 1 / 3,75 + 1 / 6,50 χ 100 = 1,088 χ 100 = 108,8.

Διαπιστώνουμε έτσι, ότι σε αυτή την περίπτωση η γκανιότα ανεβαίνει αισθητά. Σχεδόν διπλασιάζεται και από το 4,6% ανεβαίνει στο 8,8%.

 

Πόσο σημαντική είναι η επίδραση της Γκανιότας στον παίκτη

Η γκανιότα είναι ο μηχανισμός μέσω του οποίου οι εταιρίες αποκτούν το πάνω χέρι στο παιχνίδι. Ένας από τους βασικούς λόγους, που τουλάχιστον σε βάθος χρόνου, είναι πολύ δύσκολο να τις κερδίσεις.

Ο παίκτης βλέπει απλώς ένα σετ αποδόσεων, αλλά θα πρέπει να ξέρει πως όλες οι τιμές είναι “φαγωμένες” (κατά το ποσοστό της γκανιότας) σε σχέση με αυτές που η στοιχηματική θεωρούσε αρχικά ως “δίκαιες”.

Λόγω της γκανιότας, ο παίκτης παίρνει πάντα λιγότερα κέρδη από αυτά που θα “έπρεπε” και αυτό έχει σημαντική μακροχρόνια επίπτωση στην συνολική του κάβα

Η επίδραση της γκανιότας δεν θα φανεί ιδιαίτερα σε έναν μικρό όγκο στοιχημάτων. Άλλωστε μιλάμε για ένα ποσοστό που, σε κάποιες καλές για τον παίκτη περιπτώσεις, μπορεί να είναι και αρκετά κάτω από το 5%. Βραχυχρόνια, αυτό δεν κάνει ορατή διαφορά.

Μακροχρόνια όμως, ακόμα κι αυτή η χαμηλή γκανιότα, είναι σίγουρο ότι θα ροκανίσει το κεφάλαιο του παίκτη.

Κάποιος που θα “‘έπρεπε” να είναι στα λεφτά του, θα καταγράφει απώλειες, ενώ ακόμα και ένας παίκτης που βάση επιτυχιών θα μπορούσε να είναι στον αφρό, σε βάθος χρόνου μπορεί να μην έχει θετικό πρόσημο στο ταμείο του.

 

Παράδειγμα

Ας δούμε ένα παράδειγμα, χρησιμοποιώντας για λόγους ευκολίας μια αγορά με δύο ενδεχόμενα, ας πούμε το Under / Over τερμάτων στο ποδόσφαιρο. Υ

ποθέτουμε ότι κάποιος ποντάρει σε βάθος χρόνου περιπτώσεις Under / Over που οι πιθανότητες είναι ακριβώς στο 50% / 50%.

Το προσφερόμενο σετ βέβαια, δεν θα μπορούσε να είναι στο 2,00 / 2,00 όπως θα ήταν χωρίς την επίδραση της γκανιότας.

Ας το βάλουμε στο 1,93 / 1,93 κάτι που σημαίνει ότι η εταιρία έχει μια σχετικά χαμηλή γκανιότα που με τον τρόπο που αναλύσαμε πιο πάνω (1 / 1,93 + 1 / 1,93 χ 100 = 103,5) βγαίνει στο 3,5%.

Χρησιμοποιούμε έναν παίκτη που θεωρητικά θα έπρεπε να είναι ακριβώς στα λεφτά του. Κάποιον που στο συγκεκριμένο παράδειγμα, στα 100 στοιχήματα θα πληρωθεί ακριβώς τα μισά, αφού όπως είπαμε οι πιθανότητες επαλήθευσης είναι στο 50% / 50%.

Παίζοντας 100 στοιχήματα των 10 ευρώ, θα κάνει τζίρο 1000 ευρω. Στο τέλος θα έχει κερδίσει τα 50 και θα έχει επιστροφή (50 χ 10 ευρώ χ 1,93) 965 ευρώ.

Αντί να είναι στα λεφτά του, θα έχει χάσει 35 ευρώ, δηλαδή το 3,5% του συνολικού τζίρου του, όσο ακριβώς ήταν και η γκανιότα του σετ των αποδόσεων.

Θεωρητικά λοιπόν μπορούμε να πούμε πως το ύψος της γκανιότας, καθορίζει και την συνολική δυσκολία του παιχνιδιού.

Όσο μεγαλύτερη είναι, τόσο δυσκολότερο είναι να βγεις συνολικά  κερδισμένος.

Θα είναι χρήσιμο για έναν παίκτη να ψάχνει αγορές αλλά και στοιχηματικές εταιρίες που παίζουν με χαμηλή γκανιότα. Μακροπρόθεσμα είναι κάτι που θα ωφελήσει σημαντικά το ταμείο του.

Από την άλλη βέβαια, ακόμα και αν κάποιος μπορεί και ποντάρει συνεχώς σε περιβάλλον μηδενικής γκανιότας, αυτό δεν θα του διασφαλίσει απαραίτητα κάτι. Το παράδειγμα δεν είναι τελείως υποθετικό, αφού στις μέρες μας όλο και περισσότερες εταιρίες προσφέρουν σε καθημερινή βάση, εν είδει προσφοράς, αναμετρήσεις με μηδενική γκανιότα και μάλιστα στα πιο δημοφιλή αθλητικά γεγονότα.

Αν κάποιος επιλέξει να ποντάρει μόνο σε αυτά, σίγουρα εξαλείφει το μειονέκτημα της γκανιότας.

Για να περάσει στην πλευρά των κερδισμένων πάντως, θα πρέπει να ακολουθήσει τις βασικές αρχές του παιχνιδιού.

  • Να έχει άριστη γνώση των βασικών
  • Να χρησιμοποιεί ένα  σύστημα διαχείρισης κεφαλαίου που του ταιριάζει
  • Να μελετά ενδελεχώς τα δεδομένα της αναμέτρησης
  • Να σε θέση να καταλαβαίνει και να παίρνει τις σωστές αποφάσεις με βάση τις πιθανότητες και την προσφερόμενη απόδοση. Να έχει την δυνατότητα δηλαδή, να βρίσκει στοιχήματα με αξία (value).

Η ιστορία της γκανιότας

Η γκανιότα ήταν παρούσα από τα πρώτα τυχερά παιχνίδια που έχουν ιστορικά καταγραφεί. Από την αρχαιότητα κιόλας, συναντάμε τέτοιου είδους παιχνίδια (π.χ. ζάρια) όπου ο διοργανωτής κέρδιζε ένα στάνταρ ποσό όχι από συστηματοποιημένη γκανιότα, αλλά από φόρους που ουσιαστικά λειτουργούσαν σαν αυτήν.

Από τις αρχές του 20ου αιώνα, όπου έκανε την εμφάνιση του το ιπποδρομιακό στοίχημα και λίγο αργότερο το ποδοσφαιρικό, οι μπουκμέικερ της εποχής “πλήρωναν” κάτι λιγότερο από την “δίκαιη” απόδοση, ενσωματώνοντας ουσιαστικά στις αποδόσεις τους την γκανιότα.

Τα πρώτα καζίνο ήταν αυτά που ενέταξαν τον όρο της γκανιότας σε ένα οργανωμένο επιχειρηματικό μοντέλο. Κάθε παιχνίδι που προσέφεραν στην πελατεία τους, είχε σχεδιαστεί με τέτοιο τρόπο ώστε να έχει ένα ενσωματωμένο πλεονέκτημα για τον διοργανωτή.

Η ανάπτυξη του online στοιχήματος ήταν αυτή που έβαλε για τα καλά την γκανιότα στην καθημερινότητα του παίκτη. Η περεταίρω άνθιση του διαδικτυακού στοιχηματισμού, δημιούργησε μια αγορά με τεράστια πίτα και ακραίο ανταγωνισμό.

Ο ανταγωνισμός πάντα λειτουργεί προς όφελος του πελάτη και η βιομηχανία του στοιχήματος δεν αποτέλεσε την εξαίρεση.

Έτσι στις μέρες μας, μπορεί κάποιος να βρει (ειδικά στα δημοφιλή γεγονότα κορυφαίων διοργανώσεων) αγορές που πολύ μικρή γκανιότα, που σε κάποιες περιπτώσεις πέφτει κάτω και από το 3%.