Μόντε Μόρις, ο νέος ερυθρόλευκος γκαρντ με τη «χειρουργική ακρίβεια»

11/12/2025
Γράφει ο Δημήτρης Καναβαράκης
Ήταν 12 Νοεμβρίου όταν ο σχεδιασμός του Ολυμπιακού που είχε τον Κίναν Έβανς ως βασικό πυλώνα της περιφέρειας κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος, με τον νέο σοβαρό τραυματισμό του Αμερικανού. Με το που σωριάστηκε στο παρκέ του ΣΕΦ ο Έβανς, 580 ημέρες μετά την επιστροφή του σε αγώνα Ευρωλίγκας και μετά από μόλις 2:01’’ συμμετοχής, ο Γιώργος Μπαρτζώκας διαισθάνθηκε ότι η ομάδα θα έπρεπε να βγει ξανά στην αγορά για την απόκτηση γκαρντ.
Ο Φρανκ Νιλικίνα, που είχε ήδη προστεθεί στο ρόστερ, δεν διαθέτει εκτελεστικές και ηγετικές ικανότητες (άραγε γιατί αποκτήθηκε;) και έτσι, σχεδόν ένα μήνα μετά, οι «ερυθρόλευκοι» κατέληξαν στην επιλογή του Μόντε Μόρις.
Σύμφωνα με τα ρεπορτάζ, ο 30χρονος πλέι-μέικερ ήταν ψηλά στη λίστα του Γιώργου Μπαρτζώκα και πριν από την απόκτηση του Νιλικίνα, αλλά τότε προτεραιότητα για αυτόν ήταν να βρει ένα συμβόλαιο στο ΝΒΑ. Βρήκε ένα δεκαήμερο τέτοιο στην Ιντιάνα, αλλά στις 20 Νοεμβρίου έμεινε ελεύθερος και επαναπροτάθηκε στον Ολυμπιακό.
Είναι μια μεταγραφή που προφανώς απέχει πολύ από το να χαρακτηριστεί «αεροδρομίου» και σε πρώτη φάση δεν εντυπωσιάζει. Πρόκειται για παίκτη που δεν έχει παίξει καθόλου φέτος και προηγουμένως είχε δύο σεζόν με αμιγώς συμπληρωματικό ρόλο και αρκετά χαμηλά νούμερα (περίπου 5 πόντοι, 2 ασίστ και 1.7 ριμπάουντ σε 13,5 λεπτά συμμετοχής).
Σεζόν καριέρας στο πλάι του Γιόκιτς
Για να πάρει όμως ευρωπαϊκή ομάδα παίκτη από το NBA πρέπει είτε να πληρώσει ένα καράβι λεφτά, είτε αυτός να μην βρίσκει ομάδα. Και η περίπτωση του Μόντε Μόρις εντάσσεται στη δεύτερη κατηγορία. Εξάντλησε όλες τις πιθανότητες, έφτασε Δεκέμβρης και για αυτό είπε το «ναι» στους πρωταθλητές Ελλάδας.
Γιατί δεν βρίσκει όμως συμβόλαιο ένας παίκτης που είναι 30 χρόνων και σε 8 σεζόν στο NBA έχει 9,5 πόντους με 38,9% στο τρίποντο, 3,6 ασίστ και μόλις 0,7 λάθη σε 23,4 λεπτά συμμετοχής; Το νούμερο λαθών του αξίζει να τονιστεί, θα αναλυθεί στη συνέχεια λεπτομερώς.
Το στάτους του υποβαθμίστηκε την τελευταία διετία από τους τραυματισμούς και τη συνεχή αλλαγή ομάδων. Στο Ντένβερ έπαιξε για τέσσερις σεζόν, από το 2018 έως το 2022. Η τελευταία (2021-22) στο πλευρό του Νίκολα Γιόκιτς ήταν και η καλύτερη. Βασικός σε 74 παιχνίδια, μέτρησε 12,6 πόντους και 4,4 ασίστ με 39,5% στο τρίποντο.
Με τον Τζαμάλ Μάρεϊ εκτός λόγω ρήξης χιαστού, ο Μόρις κράτησε το πηδάλιο της οργάνωσης, διατηρώντας την επίθεση παραγωγική και περιορίζοντας τα λάθη. Μάλιστα, στα πέντε ματς των πλέι-οφ εκείνη τη χρονιά (το Ντένβερ ηττήθηκε στον πρώτο γύρο με 4-1 από το Γκόλντεν Στέιτ) είχε 14 πόντους, 5,4 ασίστ και 2 ριμπάουντ, σουτάροντας 11/26 τρίποντα (42,3%).
Τα προβλήματα άρχισαν στο Ντιτρόιτ
Παρά ταύτα, το 2022, μετακόμισε στους Ουάσινγκτον Ουίζαρντς, ως μέρος ανταλλαγής, για οικονομικούς λόγους και όχι λόγω απόδοσης. Ξεκίνησε σε 61 ματς την επόμενη σεζόν, καταγράφοντας 10,3 πόντους, 5,3 ασίστ και μόλις 1 λάθος ανά αγώνα σε 27 λεπτά. Είχε true shooting 59,3%, ποσοστό εντυπωσιακό για ομάδα που βρισκόταν στις τελευταίες θέσεις με βάση την επιθετική παραγωγή.
Ακολούθησε νέα ανταλλαγή στους Ντιτρόιτ Πίστονς, όπου οι τραυματισμοί άρχισαν να περιορίζουν το χρόνο του. Μια θλάση στον τετρακέφαλο και στη συνέχεια ενοχλήσεις στη μέση τον άφησαν εκτός σχεδόν σε όλο το πρώτο μισό της σεζόν 2023-24. Έπαιξε μόλις σε έξι παιχνίδια πριν γίνει ξανά trade τον Φεβρουάριο του 2024, στη Μινεσότα. Πέρσι υπέγραψε στο Φίνιξ, η τρίτη σερί ομάδα στην οποία είχε περιορισμένο ρόλο. Έπαιξε σε 45 ματς, αφού πάλι προέκυψαν κάποια θέματα με τραυματισμούς και δεν ήταν πάντα εντός rotation.
Το φετινό Σεπτέμβριο υπέγραψε στην Ιντιάνα, αλλά η παρουσία του στους πρωταθλητές Ανατολής κράτησε μόνο για λίγες μέρες. Πρόλαβε να αγωνιστεί σε έξι ματς, έχοντας μέσο όρο 3 πόντους, 1.2 ριμπάουντ και 1.5 ασίστ ανά 10.8 λεπτά συμμετοχής.
Πιο καλός απ’ ότι φαίνεται
Σε 420 αγώνες κανονικής περιόδου με Νάγκετς, Ουίζαρντς, Πίστονς, Σανς και Τίμπεργουλβς, ο Μόρις έχτισε τη φήμη του ως ο δεύτερος point guard, που μπορεί να «τρέξει» την επίθεση αποφεύγοντας τα λάθη και να σουτάρει με καλά ποσοστά όταν του δοθεί η ευκαιρία.
Δεν είναι εκρηκτικός, ούτε θα τραβήξει δεύτερο παίκτη πάνω του στην άμυνα. Στα 30 του, προερχόμενος από τραυματισμό και χωρίς «φαντεζί» στιλ παιχνιδιού, μπορεί εύκολα να περάσει στο NBA απαρατήρητος. Αν όμως, στον Ολυμπιακό ανακτήσει το επίπεδο που είχε στους Νάγκετς, μπορεί τελικά και να γίνει αυτό που ελπίζει ο Γιώργος Μπαρτζώκας: να κάνει τη διαφορά.
Είναι ένας παίκτης – οικονομία, με τακτική πειθαρχία, προσήλωση στην ομαδικότητα και εντυπωσιακή σταθερότητα. Από το 2018 και μετά, μεταξύ των γκαρντ με τουλάχιστον 300 παιχνίδια, ο Μόρις βρίσκεται στο Top 5 σε αναλογία ασίστ/λαθών μεταξύ όλων των παικτών και στο Top 20 σε ποσοστό ευστοχίας! Παρότι η παρουσία του Νίκολα Γιόκιτς βοήθησε σε αυτό, η «χειρουργική ακρίβεια» του Μόρις ήταν εμφανής, ήδη, πριν από τη θητεία του στους Νάγκετς.
Το τρίπτυχο που τον έφερε στην Ελλάδα
Η αναλογία ασίστ προς λάθη κοντά στο 4/1 είναι σπάνιο νούμερο. Για τον Μόρις πάλι αποτελεί… δεύτερη φύση, αφού έτσι – και ακόμα καλύτερα – ενεργούσε και στο Κολλέγιο. Για την ακρίβεια, εκεί το ratio ήταν 4,65/1. Πρόκειται για το καλύτερο στην ιστορία του NCAA!
Σε τέσσερις σεζόν στο Κολεγιακό Πρωτάθλημα, από το 2013 ως το 2017, είχε 5.5 τελικές πάσες για 1.1 λάθη σε 140 αγώνες, για το προαναφερθέν ασύλληπτο ρεκόρ.
Στο NBA, σε καμία σεζόν δεν έχει ανέβει πάνω από το 1 λάθος κατά μέσο όρο. Το 2019 είχε 3.6 ασίστ και 0.6 λάθη σε 24 λεπτά. Το 2022, ως βασικός πια στο Ντένβερ, είχε 4.4 και 1.0 λάθος σε 29.9 λεπτά, ενώ το 2023 το… τερμάτισε, με 5.3 ασίστ και 1.0 λάθος σε 27.4 λεπτά, με τη φανέλα του βασικού στην Ουάσινγκτον.
Να σημειώσουμε ότι ο «All Time Leader» στην Ευρωλίγκα σε αυτή την κατηγορία είναι ο Τζέριαν Γκραντ του Παναθηναϊκού με ratio 3.2/1.
Αμυντικά, το ύψος του (1.88μ.) αποτελεί ένα μικρό εμπόδιο, αλλά η τακτική του συνέπεια και η αποτελεσματική πίεση πάνω στην μπάλα τον καθιστούν αρκετά αξιόπιστο και σίγουρα ιδιαίτερα φιλότιμο.
Αν προσθέσουμε και την εκτέλεση, τότε δεν είναι δύσκολο να συμπεράνουμε γιατί ο κόουτς του Ολυμπιακού κατέληξε στην περίπτωση του. Ο Μόρις δεν είναι ο παίκτης που θα παίξει under η αντίπαλη άμυνα και αυτή είναι η μεγάλη διαφορά από τους «άσους» που έχουν τώρα οι «ερυθρόλευκοι». Είναι εύστοχος στο ελεύθερο σουτ, τη σεζόν 2022–23 είχε 61,5% true shooting στις catch-and-shoot προσπάθειες, ένα από τα καλύτερα ποσοστά μεταξύ γκαρντ με τουλάχιστον δύο τέτοιες ανά αγώνα.
Η συνέπειά του και τα καλά ποσοστά ευστοχίας έξω από τη γραμμή των τριών πόντων είναι χαρακτηριστικό του από τα κολεγιακά χρόνια. Δεν είναι ο γκαρντ που θα πάρει υπερβολικές προσπάθειες (στο NBA έχει περίπου 1.1 εύστοχο τρίποντο σε 2.8 ανά αγώνα), αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι αν πάρει περισσότερες, θα μειωθεί δραστικά το ποσοστό του. Άλλωστε, με τη γραμμή τριπόντου να είναι στην Ευρώπη μισό μέτρο πίσω, δεν αποκλείεται να είναι ακόμα πιο αποτελεσματικός.
Το μεγάλο στοίχημα
Συμπερασματικά, ο Ολυμπιακός απέκτησε έναν παίκτη απόλυτα συμβατό με τις αρχές του «Bartzokas Ball». Έναν εγκεφαλικό πλέι-μέικερ που είναι «τσακωμένος» με τα λάθη, προτάσσει την ομαδικότητα και παίρνει ό,τι του δίνει η αντίπαλη άμυνα, χωρίς να έχει «αγαπημένες» θέσεις στην περίμετρο ή κάποια special έφεση στο ντράιβ.
Βεβαίως, ο Μόρις τα τελευταία 2,5 χρόνια είναι αρκετά μακριά από τον καλύτερο του εαυτό. Έρχεται στην Ελλάδα ανέτοιμος από πλευράς φυσικής κατάστασης και με μόλις 6 παιχνίδια στα πόδια του από τον περασμένο Μάιο. Θα χρειαστεί σίγουρα κάποιος χρόνος για να βρει πατήματα και ρυθμό και το μεγάλο στοίχημα για τον ίδιο και τον Ολυμπιακό είναι να ανακτήσει την αυτοπεποίθηση που είχε όταν έπαιζε με επιτυχία το ρόλο «υπαξιωματικού» του Νίκολα Γιόκιτς.


